Με το παρόν σημείωμα κλείνει μια ιδιότυπη τριλογία αναρτήσεων, στην οποία αποπειράθηκα να πραγματευθώ το ζήτημα του λαϊκισμού και των επιδράσεων-επιπτώσεων του στην πρόσφατη ιστορική διαδρομή αλλά και τη ζώσα πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας.
Στην κατακλείδα του προηγούμενου σημειώματος ισχυρίσθηκα ότι: «ο λαϊκισμός είναι πολυπρόσωπος και πολυπλόκαμος, διαπερνά οριζόντια το σύνολο σχεδόν του πολιτικού φάσματος, της λεγόμενης διανόησης και της τέχνης και δεν είναι πάντα εύκολα αναγνωρίσιμος και αντιμετωπίσιμος. Μπορεί να έχει γίνει τρόπον τινά της μόδας να επιτίθεται κανείς στους αντιπάλους του χαρακτηρίζοντας τους λαϊκιστές, οι εύκολες όμως φραστικές καταδίκες δεν αντιμετωπίζουν το φαινόμενο. Είναι δε απολύτως αναποτελεσματικός και ο αφ' υψηλού αντιλαϊκισμός της κοινωνικο-οικονομικής και τεχνοκρατικής ελίτ». Ξαναδιαβάζοντας τις γραμμές αυτές αντιλήφθηκα ότι το κύριο πρόβλημα με τον «αφ’ υψηλού αντιλαϊκισμό» δεν είναι ότι είναι αναποτελεσματικός, αλλά ότι είναι υστερόβουλος.
Στην κατακλείδα του προηγούμενου σημειώματος ισχυρίσθηκα ότι: «ο λαϊκισμός είναι πολυπρόσωπος και πολυπλόκαμος, διαπερνά οριζόντια το σύνολο σχεδόν του πολιτικού φάσματος, της λεγόμενης διανόησης και της τέχνης και δεν είναι πάντα εύκολα αναγνωρίσιμος και αντιμετωπίσιμος. Μπορεί να έχει γίνει τρόπον τινά της μόδας να επιτίθεται κανείς στους αντιπάλους του χαρακτηρίζοντας τους λαϊκιστές, οι εύκολες όμως φραστικές καταδίκες δεν αντιμετωπίζουν το φαινόμενο. Είναι δε απολύτως αναποτελεσματικός και ο αφ' υψηλού αντιλαϊκισμός της κοινωνικο-οικονομικής και τεχνοκρατικής ελίτ». Ξαναδιαβάζοντας τις γραμμές αυτές αντιλήφθηκα ότι το κύριο πρόβλημα με τον «αφ’ υψηλού αντιλαϊκισμό» δεν είναι ότι είναι αναποτελεσματικός, αλλά ότι είναι υστερόβουλος.