19 Φεβ 2013

Του «πολλαπλασιαστή»... το ανάγνωσμα

H περί δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή ή άλλως περί του «λάθους» του Δ.Ν.Τ. συζήτηση έχει δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό όλα τα γνωρίσματα και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του δημοσίου διαλόγου(;) που διεξάγεται στη χώρα τα τελευταία χρόνια: υπερβολές, απλουστεύσεις, δογματισμό, οξύτητα, πόλωση, αλληλοκατηγορίες,  δαιμονολογία, και εν πολλοίς απουσία ψυχραιμίας, δια ταύτα και στρατηγικής στόχευσης. Οι μεν βρήκαν την ευκαιρία να ζητήσουν και πάλι «κατάργηση των μνημονίων» και να καταγγείλουν τους κυβερνώντες για υποτέλεια, οι δε βασιλικότεροι του Δ.Ν.Τ. υπερασπίζονται μέχρι τέλους μια καταφανώς αδιέξοδη πορεία κοινωνικοοικονομικής καταστροφής και καταγγέλουν τους αντιπάλους τους για λαϊκισμό και δημαγωγία.

   Η όλη ιστορία της «λανθασμένης» εκτίμησης από το Δ.Ν.Τ. του υφεσιακού βάθους που θα προκαλούσε στην ελληνική οικονομία η απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή ξεκίνησε αρκετούς μήνες νωρίτερα -περί τα τέλη του καλοκαιριού- με τη σχετική «ομολογία» του Ολιβιέ Μπλανσάρ -επικεφαλής οικονομολόγου του Ταμείου-. Το θέμα αρχικώς δεν πήρε μεγάλη δημοσιότητα, δεν πολυ-συζητήθηκε ούτε εντός, ούτε εκτός συνόρων και λίγο-πολύ παρουσιάσθηκε σαν ένα «τεχνικό» ζήτημα που αφορούσε κάτι σαν ένα λάθος στις πράξεις σε μια, κατά τα άλλα, σωστή εξίσωση. Η διόγκωση της υπόθεσης ξεκίνησε τις τελευταίες εβδομάδες για λόγους που, υποθέτω, έχουν να κάνουν και με τους τακτικούς σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις όλων των εμπλεκομένων.

   Κατ’αρχάς, είναι νομίζω αφελές να θεωρεί κανείς, ότι οποιαδήποτε εξίσωση μπορεί από μόνη της να περιγράψει σύνθετες και δυναμικές κοινωνικές και οικονομικές αλληλεξαρτήσεις, να συνυπολογίσει όλες τις παραμέτρους και να προβλέψει με ακρίβεια τις εξελίξεις. Επίσης, αν κάτι έδειξε αυτή η κρίση, από το ξέσπασμα της στην καρδιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, είναι, ότι οι πάσης φύσεως προβλέψεις, εκτιμήσεις και τα μοντέλα των οικονομολόγων και των αναλυτών των διεθνών οργανισμών, των τραπεζικών ιδρυμάτων και των οίκων αξιολόγησης, θα πρέπει -για να το πω όσο πιο «κομψά» μπορώ- να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα επιφύλαξη. Στην περίπτωση της Ελλάδας φαίνεται ότι σε ένα βαθμό έγινε όντως «λάθος» ή ακριβέστερα έγιναν αβάσιμα αισιόδοξες παραδοχές και δεν εκτιμήθηκαν σωστά οι «ιδιαιτερότητες» της ελληνικής οικονομίας και της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και σε ένα βαθμό είχε προβλεφθεί τι θα συνέβαινε, αλλά οι πολιτικές ισορροπίες -κυρίως σε Ευρωπαϊκό επίπεδο- επέβαλαν τις επιλογές που έγιναν.

  Η πρωτοφανής εμπλοκή του Δ.Ν.Τ. στο «πρόγραμμα διάσωσης» μιας χώρας της Ευρωζώνης υπήρξε αποτέλεσμα της θεσμικής αδυναμίας και της πολιτικής απροθυμίας της Ευρώπης να δράσει έγκαιρα ως ενιαίος οικονομικός και πολιτικός χώρος και να δώσει από την αρχή ξεκάθαρη λύση στο «ελληνικό πρόβλημα», αλλά και της αλλοπρόσαλλης και περιδεούς στάσης της ελληνικής κυβέρνησης (...«πιστόλια στα τραπέζια» και άλλα τινά αξέχαστα...).  Οι συνήθεις και τυποποιημένες συνταγές του Δ.Ν.Τ. εφαρμόσθηκαν εν προκειμένω πιο εμπροσθοβαρώς και με δεδηλωμένα -από γερμανικής, τουλάχιστον, πλευράς- τιμωρητική-παραδειγματική διάθεση.  Η αδυναμία άσκησης νομισματικής πολιτικής (υποτίμησης ή διολίσθησης) για άμβλυνση των υφεσιακών επιπτώσεων, η ταυτόχρονη εφαρμογή λιτότητας σε όλη την Ευρωζώνη,  η παρουσία των λεγόμενων διδύμων ελλειμμάτων -δημοσιονομικό και εμπορικό-, η υποεκτίμηση του βαθμού διείσδυσης του κράτους στην ελληνική οικονομία (με μεγάλο μέρος του «ιδιωτικού τομέα» να είναι απολύτως κρατικοδίαιτος), ο πιστωτικός στραγγαλισμός του πραγματικού και υγιούς ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, το «ελληνικό» οικονομικό τρίπτυχο: ανάπτυξη βασιζόμενη στην κατανάλωση και την οικοδομή, εσωστρέφεια και εκτεταμένη φοροδιαφυγή, ο μηδενισμός των δημοσίων επενδύσεων μέσα στην κρίση με ταυτόχρονη εσωτερική στάση πληρωμών του δημοσίου, και η απροθυμία-αδυναμία της ελληνικής πολιτικής τάξης να προχωρήσει σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις και αναπτυξιακές παρεμβάσεις (στην κατεύθυνση ανοίγματος των αγορών και των επαγγελμάτων και ενίσχυσης του ανταγωνισμού)  είναι βέβαιο ότι πολλαπλασίασαν την υφεσιακή επίπτωση που είχε η επιβληθείσα από τα πράγματα και τους δανειστές δημοσιονομική πειθαρχία. Η χειρότερη όμως ζημιά έγινε, ενδεχομένως, από την κρίση εμπιστοσύνης και το κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας που επικράτησε και οδήγησε στην πανικόβλητη εκροή τραπεζικών καταθέσεων και στην απόλυτη επενδυτική άπνοια. Ευθύνες όμως για την  κρίση αυτή της εμπιστοσύνης, πέραν του εγχωρίου πολιτικού θιάσου και των εγκληματικών επιλογών του (παγκόσμια κατασυκοφάντηση ενός «λαού διεφθαρμένου», δημοψήφισμα, αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις), έχουν και οι εταίροι μας που αφενός λοιδορούσαν χωρίς μέτρο μια μικρή χώρα περίπου ως υπαίτια της παγκόσμιας κρίσης αναπαράγοντας ρατσιστικού χαρακτήρα στερεότυπα (τεμπέληδες, απατεώνες κτλ) και αφετέρου σπεκουλάριζαν διαρκώς με το ενδεχόμενο του Grexit.

 Κάπως έτσι οι «εργαστηριακοί» δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές των επιτελών του Δ.Ν.Τ. αποδείχθηκαν πολύ μεγαλύτεροι απ’ όσο προέβλεπαν οι εκτός πραγματικότητας -και λογικής- εκθέσεις των διαφόρων «κλιμακίων».

   Υπάρχουν ορισμένοι (μνημονιακότεροι του ..Τόμσεν) που ισχυρίζονται ότι το πρόγραμμα δεν απέτυχε, αλλά δεν εφαρμόσθηκε σωστά γιατί δεν έγιναν ιδιωτικοποιήσεις και απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Ισχυρίζονται, ακόμη, ότι το όποιο «λάθος» του Δ.Ν.Τ. «διορθώθηκε» με το κούρεμα του δημοσίου χρέους, τη μείωση των επιτοκίων και την παράταση αποπληρωμής του. Επιχειρηματολογούν, τέλος, ότι η συζήτηση περί του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή και του «λάθους» είναι ανούσια και προσχηματική για να φορτώσουμε (ως ...Έλληνες) πάλι τις ευθύνες αλλού και να μην κάνουμε όσα πρέπει ή όσα έχουμε συμφωνήσει τέλος πάντων.
 
  Υπάρχουν και άλλοι (διαπρύσιοι μνημονιομάχοι) που φρονούν ότι το πρόγραμμα στην πραγματικότητα...πέτυχε, γιατί στόχος του ήταν εξαρχής η καταβαράθρωση της ελληνικής οικονομίας, η φτωχοποίηση και η εξαθλίωση της κοινωνίας για να αλωθεί ο πλούτος της χώρας και να εξανδραποδισθεί  το εργατικό της δυναμικό.

  Μια πιο ψύχραιμη νομίζω προσέγγιση είναι χονδρικά η ακόλουθη: Από την Ελλάδα ζητήθηκε ως όρος για τη στοιχειώδη χρηματοδοτική της στήριξη η εφαρμογή ενός σκληρού προγράμματος που προέβλεπε εσωτερική υποτίμηση, υπερφορολόγηση, απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και μεταρρυθμίσεις με περιορισμό του κράτους. Πλην του τελευταίου (που πιθανότατα έπρεπε να γίνει πρώτο), όλα τα άλλα εφαρμόσθηκαν πλήρως, με τον αγριότερο και τον πλέον ισοπεδωτικό δυνατό τρόπο. Η λιτότητα που εφαρμόσθηκε ήταν περισσότερο έντονη και λιγότερο δίκαια κατανεμημένη απ’ όσο άντεχαν κοινωνία και οικονομία και η ύφεση που προκλήθηκε καταστρέφει πλέον και τις στοιχειώδεις κοινωνικές και οικονομικές δομές. Η ομολογία «λάθους» από την πλευρά του Δ.Ν.Τ. έγινε ενδεχομένως για να προετοιμάσει το κλίμα για ένα νέο κούρεμα του χρέους (προς τις Ευρωπαϊκές χώρες αυτή τη φορά), αλλά είναι αδιανόητο να μην επιχειρηθεί να αξιοποιηθεί από την ελληνική πλευρά. Οι πάντες πλέον αντιλαμβάνονται ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται πολιτική σταθερότητα, κοινωνική ηρεμία, χρόνο και κεφάλαια για να ανακάμψει. Όλα αυτά για να συντρέξουν απαιτείται ηπιότερη προσαρμογή και αναλογικότερη κατανομή των βαρών.

Αν η υπερβολική λιτότητα ήταν λάθος -και ήταν όντως λάθος-, το σφάλμα πρέπει να διορθωθεί πριν να είναι πλέον πολύ αργά. Η μάχη αυτή, και πρόκειται για μια καθαρά πολιτική μάχη, και όχι για μια «τεχνική» διαφωνία, θα δοθεί αργά ή γρήγορα στην Ευρώπη (ίσως δε, όχι με αφορμή την Ελλάδα) και οι σημερινοί συσχετισμοί είναι πιθανό να αλλάξουν.

Η ελληνική οικονομία ήταν βαρέως ασθενούσα και πριν την εφαρμογή των μνημονίων.
Κάποιοι, που τους αρέσουν οι ιατρικές παρομοιώσεις (δεν συμπεριλαμβάνομαι σ’αυτούς), λένε ότι ήταν καρκινοπαθής και το μνημόνιο ήταν η χημειοθεραπεία.
Το ζήτημα είναι ότι συχνότατα οι καρκινοπαθείς πεθαίνουν πολύ νωρίς από τις επιπλοκές της επιθετικής χημειοθεραπείας...

2 σχόλια:

  1. "Οι πάντες πλέον αντιλαμβάνονται ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται πολιτική σταθερότητα, κοινωνική ηρεμία, χρόνο και κεφάλαια για να ανακάμψει".
    Οι πάντες; Επέτρεψέ μου να διατηρώ σοβαρότατες επιφυλάξεις για κάποιους, που θυσιάζουν πολλές από τις παραπάνω παραμέτρους, που σωστά θέτεις, στο μικροκομματικό τους παιχνίδι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ένα σχόλιο για τους πολλαπλασιαστές: ο πειρασμός ένταξης της οικονομίας στις θετικές επιστήμες δια της υιοθετήσεως μαθηματικών τύπων ερμηνείας των οικονομικών φαινομένων είναι κατανοητός.Παραβλέπει όμως το γεγονός πως η οικονομία δεν μπορεί ποτέ να γίνει θετική επιστήμη,ακριβώς επειδή μελετά τις επιπτώσεις που έχει ένας απρόβλεπτος παράγοντας (η ανθρώπινη συμπεριφορά) πολλαπλασιασμένος (οι ανθρώπινες συμπεριφορές) εντός ενός επίσης απρόβλεπτου περιβάλλοντος (οι ανθρώπινες κοινωνίες).Στη βάση κάθε οικονομικής προσέγγισης,βρίσκεται ο άνθρωπος που οικονομεί (με την ευρύτερη σημασία της λέξης: εξοικονομεί,ξοδεύει,επενδύει επιτυχημένα ή όχι,σπαταλά λελογισμένα ή όχι κ.ο.κ).
    Η οικονομία λοιπόν δεν είναι μαθηματικά.
    Οι πολλαπλασιαστές έχουν μια μερική χρησιμότητα ως μοντέλα πρόβλεψης για τους οικονομολόγους,αλλά τίποτε περισσότερο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή