11 Μαΐ 2014

Ευρωσκεπτικιστικός ευρωπαϊσμός

Στην πορεία προς τις προσεχείς ευρωεκλογές εορτάσθηκε, προχθές, 9 Μαϊου, χωρίς ιδιαίτερες τυμπανοκρουσίες -είναι η αλήθεια-, η «ημέρα της Ευρώπης». Στις 9 Μαϊου του 1950, ελάχιστα χρόνια μετά το τέλος του φονικότερου πολέμου στην ανθρώπινη ιστορία (διεξαχθέντος κυρίως επί ευρωπαϊκού εδάφους), ο Γάλλος υπουργός εξωτερικών Σουμάν καλούσε με μια ιστορική δήλωσή του, την περίφημη Διακήρυξη Σουμάν, την ηττημένη Γερμανία και άλλες χώρες της κεντρικής Ευρώπης να θέσουν τις βάσεις  μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, θεμελιώνοντας την οντότητα που μετεξελίχθηκε στην σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Παράλληλα, αυτή την εβδομάδα δόθηκαν στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα μιας έρευνας διενεργηθείσας σε 12 ευρωπαϊκές χώρες και από την οποία προέκυπτε ότι η πλειονότητα των Ευρωπαίων πολιτών (62% συγκεκριμένα) αδιαφορούν για τις επικείμενες ευρωεκλογές, μόλις το ένα τρίτο αυτών προτίθενται να ψηφίσουν, ευρω-φοβικά κόμματα της άκρας Δεξιάς διεκδικούν με αξιώσεις την πρωτοκαθεδρία στις προτιμήσεις των εκλογέων σε χώρες όπως η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Ολλανδία, ενώ καταγράφουν σημαντική άνοδο σε όλες σχεδόν τις χώρες της ηπείρου.

7 Μαΐ 2014

Μνημοστάσιο Θεσσαλονίκης (άλλως «Η τυρρανία του νόστου»)

Στους τακτικότερους αναγνώστες του παρόντος ιστολογίου είναι γνωστός από παλαιότερες αναρτήσεις ο καλός φίλος, συνάδελφος καρδιολόγος και άοκνος εργάτης των γραμμάτων Νικήτας Κακκαβάς. Με μεγάλη χαρά αναδημοσιεύω σήμερα ένα υπέροχο κείμενο του, που δημοσιεύθηκε προ ημερών στον ιστότοπο reportit.gr. Η ματιά του Νικήτα στη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών μας χρόνων είναι πικρά νοσταλγική, η ανάμνηση της πρώτης νιότης τρυφερή, το ρίγος των «ηδυσώματων σχέσεων» διαπερνά την γραφή του.


«Καταστρέφοντας ο σκηνοθέτης χρόνος
τούτο το εξαίσιο μωσαϊκό (...)
Ρηγματώνοντας κάθε τι στερεό από τη σύνθεση,
εξαφανίζοντας κομμάτια ολόκληρα,
άφησε μοναχά κάποια ίχνη αναφοράς
για να ερεθίζουν τη δική μας φαντασία».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ - «Ο σκηνοθέτης χρόνος»
«Χαρίζω στην πόλη το πολύτιμο βλέμμα μου»
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
«(...) το βλέμμα μου ζωηρεύει για να σε βρει
και να εστιάσει στην ψευδαίσθηση,
μαλακιά με το ριχτώ μαντώ,
περιστοιχισμένη από πρόσωπα και ουσιαστικές λεπτομέρειες
που έχουν μεταβληθεί στη βασική Θεσσαλονίκη»
ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ – «Στο ιστορικό κέντρο»


ΟΦΕΙΛΩ ΠΟΛΛΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Εδώ σαν φοιτητής γλέντησα, εδώ ερωτεύτηκα, εδώ έχτισα φιλίες και έκανα κουμπαριές, εδώ επιστρέφω πάντοτε για μια ψυχοκαθαρτήρια βόλτα ολομόναχος και ανώνυμος ανάμεσα στο πλήθος. «Εδώ μπορεί να υπάρχεις και να μην υπάρχεις. Να σβήνεις και να χάνεσαι Να περπατείς και να βουλιάζεις»(1) και αυτό είναι από μόνο του μια μεγάλη ευεργεσία: στη Θεσσαλονίκη βλέπω τον εαυτό μου ως τρίτο πρόσωπο.
    Διαβάζω κάτι που γράφει ο Δημήτρης Μίγγας(2): «Πανούργα πόλη. Χαράζει το κορμί κάποιων ανθρώπων ανεξίτηλα˙φεύγουν, κι αυτή ακολουθεί όπου κι αν πάνε. Εκείνη ξέρει ότι έχουν τα σημάδια της επάνω τους, όμως δεν υποπτεύονται, ή δε θέλουν να πιστέψουν, πως πρόλαβε στο εν τω μεταξύ να σημαδέψει τη ζωή τους, και επιστρέφουν ανύποπτοι». Αναγνωρίζω πως είμαι και εγώ ένας ακόμη «μολυσμένος», ένας ομοιοπαθής, στο σώμα μου εγχαράχτηκε ανεξίτηλα διάπυρος και ισόβιος ο νόστος για τη Σαλονίκη. Ως εκ τούτου, θα λάβω σοβαρά υπόψη την προειδοποίηση του: «Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι. Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά. Έγραψε ο Καββαδιάς. Κι εσύ που έζησες τα φοιτητικά σου χρόνια εκεί, μην επιχειρήσεις να κοιτάξεις από τη μέση της ζωής σου εκείνη τη Θεσσαλονίκη που άφησες. Μην ξαναρθείς. Δεν εννοώ, βέβαια, μια ολιγοήμερη επίσκεψη αναψυχής. Δεν προλαβαίνουν να ξεφτίσουν οι αναμνήσεις τόσο σύντομα –μάλλον συντηρούνται. Μιλώ για μόνιμη εγκατάσταση».
    Ποιο κομμάτι της πόλης θα θυμάται ότι υπήρξα και εγώ κάποτε εδώ; Ποιοι δρόμοι θα μαρτυρούν κάτι για μένα, για τις μικροχαρές και τους μικροκαημούς που έζησα στην ασφυκτική τους περίμετρο; Ποια ταχυδρομική διεύθυνση θα περιγράφει την παρελθούσα «ασήμαντη παρουσία μου»(3); Βαδίζω συχνά, μακριά από το συρροή της Τσιμισκή, το φωτεινό αεράκι της Παραλίας ή τον ανοικτό ορίζοντα της Αριστοτέλους, στους μικρούς δρόμους πάνω από την Ροτόντα ή στο ανωφερές της Τριανδρίας˙ εκεί ελπίζω να αντικρύσω να προβάλλει ξαφνικά μια ανέγγιχτη από τον χρόνο γωνία, γενναιοδωρία ανέλπιστη για να συναντηθεί σε αντίστροφη κίνηση το καινούργιο μου σώμα με τον τόπο των είκοσι μου χρόνων. Όπου αλλού παραμονεύουν λήθη και ατοπία: τα αχνάρια που ακολουθώ με οδηγούν σε αδιέξοδα δρομολόγια, με βγάζουν σε ένα εντελώς καινούργιο σκηνικό.